- πέπανος
- -ον, και, κατά τον Ησύχ., πεπανός, -όν, ΜΑώριμος, τρυφερός, μαλακόςαρχ.1. (κατά τον Ησύχ.) «πεπανόςὁ πολὺν χρόνον ἔχων παρὰ τὸ ὀπτηθῆναι»2. (το αρσ. συγκριτ.) πεπανώτερος(για πρόσ.) μτφ. αυτός που είναι πιο έμπειρος από κάποιον άλλο.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. πεπαίνω (< πέπων)].
Dictionary of Greek. 2013.